εξαγοράρης

εξαγοράρης
και ξαγοράρης, ο
εξομολογητής, πνευματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγορά + -άρης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξαγοράρης — ο (Μ ξαγοράρης) εξαγορευτής, εξομολογητής, πνευματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐξαγοράριος < ἐξαγορεύω + κατάλ. άριος ή, κατ άλλους, από το ἐξαγοράρης < ἐξαγορά + κατάλ. άρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”